Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἄμφω
ἄμφωτος
ἀμώμητος
ἄν
ἄν
ἀνά
ἄνα1
ἄνα2
ἀναβαίνω
ἀναβάλλω
ἀναβέβροχε
ἀναβησάμενοι
ἀναβλησις
ἀναβράχω
ἀναβρέχω
ἀναβρόχω
ἀναγιγνώσκω
ἀναγκαίη
ἀναγκαῖος
ἀνάγκη
ἀναγνάμπτω
View word page
ἀναβέβροχε
3 sing. pf. ἀναβρέχω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀναβέβροχε
Headword (normalized):
ἀναβέβροχε
Headword (normalized/stripped):
αναβεβροχε
IDX:
696
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.697
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. pf. ἀναβρέχω.</p>'}