Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ὀμφή
ὁμώνυμος
ὅμως
ὁμῶς
ὄναρ
ὅνδε
ὄνειαρ
ὀνείδειος
ὀνειδίζω
ὄνειδος
ὀνείρειος
ὀνειροπόλος
ὄνειρος
ὀνήμενος
ὀνήσει
ὄνησις
ὄνθος
ὀνίνημι
ὄνομα
ὀνομάζω
ὄνομαι
View word page
ὀνείρειος

-η, -ον

[ὄνειρος.]

ShortDef

dreamy, of dreams

Debugging

Headword:
ὀνείρειος
Headword (normalized):
ὀνείρειος
Headword (normalized/stripped):
ονειρειος
IDX:
6968
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6969
Key:

Data

{'content': '<p>-η, -ον</p> <p>[ὄνειρος.]</p>'}