Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ὄμφαξ
ὀμφή
ὁμώνυμος
ὅμως
ὁμῶς
ὄναρ
ὅνδε
ὄνειαρ
ὀνείδειος
ὀνειδίζω
ὄνειδος
ὀνείρειος
ὀνειροπόλος
ὄνειρος
ὀνήμενος
ὀνήσει
ὄνησις
ὄνθος
ὀνίνημι
ὄνομα
ὀνομάζω
View word page
ὄνειδος
τό.
ShortDef
reproach, censure, blame
Debugging
Headword:
ὄνειδος
Headword (normalized):
ὄνειδος
Headword (normalized/stripped):
ονειδος
IDX:
6967
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6968
Key:
Data
{'content': '<p>τό.</p>'}