Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ὀμφαλός
ὄμφαξ
ὀμφή
ὁμώνυμος
ὅμως
ὁμῶς
ὄναρ
ὅνδε
ὄνειαρ
ὀνείδειος
ὀνειδίζω
ὄνειδος
ὀνείρειος
ὀνειροπόλος
ὄνειρος
ὀνήμενος
ὀνήσει
ὄνησις
ὄνθος
ὀνίνημι
ὄνομα
View word page
ὀνειδίζω
[ὄνειδος.]
2 sing. aor. ὀνείδισας Il. 9.34.
Imp. ὀνείδισον Il. 1.211.
ShortDef
to throw a reproach upon
Debugging
Headword:
ὀνειδίζω
Headword (normalized):
ὀνειδίζω
Headword (normalized/stripped):
ονειδιζω
IDX:
6966
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6967
Key:
Data
{'content': '<p>[ὄνειδος.]</p> <p>2 sing. aor. ὀνείδισας Il. 9.34.</p> <p>Imp. ὀνείδισον Il. 1.211.</p>'}