Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ὀμφαλόεις
ὀμφαλός
ὄμφαξ
ὀμφή
ὁμώνυμος
ὅμως
ὁμῶς
ὄναρ
ὅνδε
ὄνειαρ
ὀνείδειος
ὀνειδίζω
ὄνειδος
ὀνείρειος
ὀνειροπόλος
ὄνειρος
ὀνήμενος
ὀνήσει
ὄνησις
ὄνθος
ὀνίνημι
View word page
ὀνείδειος
[ὄνειδος.]
ShortDef
reproachful
Debugging
Headword:
ὀνείδειος
Headword (normalized):
ὀνείδειος
Headword (normalized/stripped):
ονειδειος
IDX:
6965
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6966
Key:
Data
{'content': '<p>[ὄνειδος.]</p>'}