Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ὁμόω
ὀμφαλόεις
ὀμφαλός
ὄμφαξ
ὀμφή
ὁμώνυμος
ὅμως
ὁμῶς
ὄναρ
ὅνδε
ὄνειαρ
ὀνείδειος
ὀνειδίζω
ὄνειδος
ὀνείρειος
ὀνειροπόλος
ὄνειρος
ὀνήμενος
ὀνήσει
ὄνησις
ὄνθος
View word page
ὄνειαρ
-ατος, τό
[ὀνίνημι.]
ShortDef
anything that profits
Debugging
Headword:
ὄνειαρ
Headword (normalized):
ὄνειαρ
Headword (normalized/stripped):
ονειαρ
IDX:
6964
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6965
Key:
Data
{'content': '<p>-ατος, τό</p> <p>[ὀνίνημι.]</p>'}