Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ὁμοφροσύνη
ὁμόφρων
ὁμόω
ὀμφαλόεις
ὀμφαλός
ὄμφαξ
ὀμφή
ὁμώνυμος
ὅμως
ὁμῶς
ὄναρ
ὅνδε
ὄνειαρ
ὀνείδειος
ὀνειδίζω
ὄνειδος
ὀνείρειος
ὀνειροπόλος
ὄνειρος
ὀνήμενος
ὀνήσει
View word page
ὄναρ
τό
[cf. ὄνειρος.]
ShortDef
a dream, vision in sleep
Debugging
Headword:
ὄναρ
Headword (normalized):
ὄναρ
Headword (normalized/stripped):
οναρ
IDX:
6962
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6963
Key:
Data
{'content': '<p>τό</p> <p>[cf. ὄνειρος.]</p>'}