Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ὁμοφρονέω
ὁμοφροσύνη
ὁμόφρων
ὁμόω
ὀμφαλόεις
ὀμφαλός
ὄμφαξ
ὀμφή
ὁμώνυμος
ὅμως
ὁμῶς
ὄναρ
ὅνδε
ὄνειαρ
ὀνείδειος
ὀνειδίζω
ὄνειδος
ὀνείρειος
ὀνειροπόλος
ὄνειρος
ὀνήμενος
View word page
ὁμῶς
[ὁμός.]
ShortDef
equally, likewise, alike
Debugging
Headword:
ὁμῶς
Headword (normalized):
ὁμῶς
Headword (normalized/stripped):
ομως
IDX:
6961
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6962
Key:
Data
{'content': '<p>[ὁμός.]</p>'}