Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀμφράζομαι
ἄμφω
ἄμφωτος
ἀμώμητος
ἄν
ἄν
ἀνά
ἄνα1
ἄνα2
ἀναβαίνω
ἀναβάλλω
ἀναβέβροχε
ἀναβησάμενοι
ἀναβλησις
ἀναβράχω
ἀναβρέχω
ἀναβρόχω
ἀναγιγνώσκω
ἀναγκαίη
ἀναγκαῖος
ἀνάγκη
View word page
ἀναβάλλω

[ἀνα- 1, ἀνα- 3.]

Contr. 1 pl. subj. mid. ἀμβαλλώμεθα Il. 2.436.

ShortDef

(to throw up;) strike up (a song); delay

Debugging

Headword:
ἀναβάλλω
Headword (normalized):
ἀναβάλλω
Headword (normalized/stripped):
αναβαλλω
IDX:
695
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.696
Key:

Data

{'content': '<p>[ἀνα- 1, ἀνα- 3.]</p> <p>Contr. 1 pl. subj. mid. ἀμβαλλώμεθα Il. 2.436.</p>'}