Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ὁμόσε
ὄμοσ̔σ̓ε
ὁμοστιχάω
ὁμότιμος
ὁμοῦ
ὀμοῦμαι
ὁμοφρονέω
ὁμοφροσύνη
ὁμόφρων
ὁμόω
ὀμφαλόεις
ὀμφαλός
ὄμφαξ
ὀμφή
ὁμώνυμος
ὅμως
ὁμῶς
ὄναρ
ὅνδε
ὄνειαρ
ὀνείδειος
View word page
ὀμφαλόεις

-όεσσα, -όεν

[ὀμφαλός.]

ShortDef

having a navel

Debugging

Headword:
ὀμφαλόεις
Headword (normalized):
ὀμφαλόεις
Headword (normalized/stripped):
ομφαλοεις
IDX:
6955
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6956
Key:

Data

{'content': '<p>-όεσσα, -όεν</p> <p>[ὀμφαλός.]</p>'}