Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ὁμοκλέω
ὁμοκλή
ὁμοκλητήρ
ὀμόργνυμι
ὁμός
ὁμόσε
ὄμοσ̔σ̓ε
ὁμοστιχάω
ὁμότιμος
ὁμοῦ
ὀμοῦμαι
ὁμοφρονέω
ὁμοφροσύνη
ὁμόφρων
ὁμόω
ὀμφαλόεις
ὀμφαλός
ὄμφαξ
ὀμφή
ὁμώνυμος
ὅμως
View word page
ὀμοῦμαι

fut. ὄμνυμι.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀμοῦμαι
Headword (normalized):
ὀμοῦμαι
Headword (normalized/stripped):
ομουμαι
IDX:
6950
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6951
Key:

Data

{'content': '<p>fut. ὄμνυμι.</p>'}