Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ὁμογάστριος
ὁμόθεν
ὁμοίϊος
ὁμοῖος
ὁμοιόω
ὁμοκλέω
ὁμοκλή
ὁμοκλητήρ
ὀμόργνυμι
ὁμός
ὁμόσε
ὄμοσ̔σ̓ε
ὁμοστιχάω
ὁμότιμος
ὁμοῦ
ὀμοῦμαι
ὁμοφρονέω
ὁμοφροσύνη
ὁμόφρων
ὁμόω
ὀμφαλόεις
View word page
ὁμόσε

[ὁμός + -σε.]

ShortDef

to one and the same place

Debugging

Headword:
ὁμόσε
Headword (normalized):
ὁμόσε
Headword (normalized/stripped):
ομοσε
IDX:
6945
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6946
Key:

Data

{'content': '<p>[ὁμός + -σε.]</p>'}