Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ὄμμα
ὄμνυμι
ὁμογάστριος
ὁμόθεν
ὁμοίϊος
ὁμοῖος
ὁμοιόω
ὁμοκλέω
ὁμοκλή
ὁμοκλητήρ
ὀμόργνυμι
ὁμός
ὁμόσε
ὄμοσ̔σ̓ε
ὁμοστιχάω
ὁμότιμος
ὁμοῦ
ὀμοῦμαι
ὁμοφρονέω
ὁμοφροσύνη
ὁμόφρων
View word page
ὀμόργνυμι

Aor. pple. mid. ὀμορξάμενος, -η Il. 18.124: Od. 8.88, Od. 11.530. (ἀπ-)

ShortDef

to wipe

Debugging

Headword:
ὀμόργνυμι
Headword (normalized):
ὀμόργνυμι
Headword (normalized/stripped):
ομοργνυμι
IDX:
6943
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6944
Key:

Data

{'content': '<p>Aor. pple. mid. ὀμορξάμενος, -η Il. 18.124: Od. 8.88, Od. 11.530. (ἀπ-)</p>'}