Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ὅμιλος
ὀμίχλη
ὄμμα
ὄμνυμι
ὁμογάστριος
ὁμόθεν
ὁμοίϊος
ὁμοῖος
ὁμοιόω
ὁμοκλέω
ὁμοκλή
ὁμοκλητήρ
ὀμόργνυμι
ὁμός
ὁμόσε
ὄμοσ̔σ̓ε
ὁμοστιχάω
ὁμότιμος
ὁμοῦ
ὀμοῦμαι
ὁμοφρονέω
View word page
ὁμοκλή
-ῆς, ἡ
[cf. ὁμοκλέω.]
ShortDef
threat, rebuke, threatening sounds; attack
Debugging
Headword:
ὁμοκλή
Headword (normalized):
ὁμοκλή
Headword (normalized/stripped):
ομοκλη
IDX:
6941
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6942
Key:
Data
{'content': '<p>-ῆς, ἡ</p> <p>[cf. ὁμοκλέω.]</p>'}