Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ὁμαρτήδην
ὄμβρος
ὀμεῖται
ὁμηγερής
ὁμηγυρίζομαι
ὁμήγυρις
ὁμηλικίη
ὁμῆλιξ
ὁμηρέω
ὁμιλαδόν
ὁμιλέω
ὅμιλος
ὀμίχλη
ὄμμα
ὄμνυμι
ὁμογάστριος
ὁμόθεν
ὁμοίϊος
ὁμοῖος
ὁμοιόω
ὁμοκλέω
View word page
ὁμιλέω

[ὅμιλος.]

3 pl. impf. ὡμίλευν Il. 18.539.

(μεθ-)

ShortDef

to be in company with, consort with

Debugging

Headword:
ὁμιλέω
Headword (normalized):
ὁμιλέω
Headword (normalized/stripped):
ομιλεω
IDX:
6930
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6931
Key:

Data

{'content': '<p>[ὅμιλος.]</p> <p>3 pl. impf. ὡμίλευν Il. 18.539.</p> <p>(μεθ-)</p>'}