Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ὁμαδέω
ὅμαδος
ὁμαλός
ὁμαρτέω
ὁμαρτήδην
ὄμβρος
ὀμεῖται
ὁμηγερής
ὁμηγυρίζομαι
ὁμήγυρις
ὁμηλικίη
ὁμῆλιξ
ὁμηρέω
ὁμιλαδόν
ὁμιλέω
ὅμιλος
ὀμίχλη
ὄμμα
ὄμνυμι
ὁμογάστριος
ὁμόθεν
View word page
ὁμηλικίη

-ης

[ὁμῆλιξ.]

ShortDef

equal age

Debugging

Headword:
ὁμηλικίη
Headword (normalized):
ὁμηλικίη
Headword (normalized/stripped):
ομηλικιη
IDX:
6926
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6927
Key:

Data

{'content': '<p>-ης</p> <p>[ὁμῆλιξ.]</p>'}