Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ὀλοός
ὀλοόφρων
ὀλοφυδνός
ὀλοφύρομαι
ὀλοφώϊος
ὄλυραι
ὄλωλε
ὄλωμαι
ὁμαδέω
ὅμαδος
ὁμαλός
ὁμαρτέω
ὁμαρτήδην
ὄμβρος
ὀμεῖται
ὁμηγερής
ὁμηγυρίζομαι
ὁμήγυρις
ὁμηλικίη
ὁμῆλιξ
ὁμηρέω
View word page
ὁμαλός
[ὁμός.]
Smooth Od. 9.327.
ShortDef
even, level
Debugging
Headword:
ὁμαλός
Headword (normalized):
ὁμαλός
Headword (normalized/stripped):
ομαλος
IDX:
6918
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6919
Key:
Data
{'content': '<p>[ὁμός.]</p> <p>Smooth Od. 9.327.</p>'}