Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ὀλοοίτροχος
ὀλοός
ὀλοόφρων
ὀλοφυδνός
ὀλοφύρομαι
ὀλοφώϊος
ὄλυραι
ὄλωλε
ὄλωμαι
ὁμαδέω
ὅμαδος
ὁμαλός
ὁμαρτέω
ὁμαρτήδην
ὄμβρος
ὀμεῖται
ὁμηγερής
ὁμηγυρίζομαι
ὁμήγυρις
ὁμηλικίη
ὁμῆλιξ
View word page
ὅμαδος

-ου, ὁ

[ὁμός.]

ShortDef

a noise, din

Debugging

Headword:
ὅμαδος
Headword (normalized):
ὅμαδος
Headword (normalized/stripped):
ομαδος
IDX:
6917
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6918
Key:

Data

{'content': '<p>-ου, ὁ</p> <p>[ὁμός.]</p>'}