Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ὀλέσω
ὀλετήρ
ὀλιγηπελέων
ὀλιγηπελία
ὀλιγοδρανέων
ὀλίγος
ὀλισθάνω
ὄλλυμι
ὅλμος
ὀλοιός
ὀλολυγή
ὀλολύζω
ὀλόμην
ὀλοοίτροχος
ὀλοός
ὀλοόφρων
ὀλοφυδνός
ὀλοφύρομαι
ὀλοφώϊος
ὄλυραι
ὄλωλε
View word page
ὀλολυγή
-ῆς, ἡ
[ὀλολύζω.]
ShortDef
any loud cry
Debugging
Headword:
ὀλολυγή
Headword (normalized):
ὀλολυγή
Headword (normalized/stripped):
ολολυγη
IDX:
6904
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6905
Key:
Data
{'content': '<p>-ῆς, ἡ</p> <p>[ὀλολύζω.]</p>'}