Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ὀλέθριος
ὄλεθρος
ὀλεῖται
ὀλέκω
ὄλεσ(σ)ε
ὀλέσω
ὀλετήρ
ὀλιγηπελέων
ὀλιγηπελία
ὀλιγοδρανέων
ὀλίγος
ὀλισθάνω
ὄλλυμι
ὅλμος
ὀλοιός
ὀλολυγή
ὀλολύζω
ὀλόμην
ὀλοοίτροχος
ὀλοός
ὀλοόφρων
View word page
ὀλίγος

-η, -ον.

ShortDef

few, little, scanty, small

Debugging

Headword:
ὀλίγος
Headword (normalized):
ὀλίγος
Headword (normalized/stripped):
ολιγος
IDX:
6899
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6900
Key:

Data

{'content': '<p>-η, -ον.</p>'}