Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ὄλβιος
ὄλβος
ὀλέθριος
ὄλεθρος
ὀλεῖται
ὀλέκω
ὄλεσ(σ)ε
ὀλέσω
ὀλετήρ
ὀλιγηπελέων
ὀλιγηπελία
ὀλιγοδρανέων
ὀλίγος
ὀλισθάνω
ὄλλυμι
ὅλμος
ὀλοιός
ὀλολυγή
ὀλολύζω
ὀλόμην
ὀλοοίτροχος
View word page
ὀλιγηπελία

-ης, ἡ

[cf. ὀλιγηπελέων.]

Weakness, feebleness : μή με στίβη ἐξ ὀλιγηπελίης δαμάσῃ Od. 5.468.

ShortDef

weakness, faintness

Debugging

Headword:
ὀλιγηπελία
Headword (normalized):
ὀλιγηπελία
Headword (normalized/stripped):
ολιγηπελια
IDX:
6897
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6898
Key:

Data

{'content': '<p>-ης, ἡ</p> <p>[cf. ὀλιγηπελέων.]</p> <p>Weakness, feebleness : μή με στίβη ἐξ ὀλιγηπελίης δαμάσῃ Od. 5.468.</p>'}