Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ὀκτωκαιδέκατος
ὀλβιοδαίμων
ὄλβιος
ὄλβος
ὀλέθριος
ὄλεθρος
ὀλεῖται
ὀλέκω
ὄλεσ(σ)ε
ὀλέσω
ὀλετήρ
ὀλιγηπελέων
ὀλιγηπελία
ὀλιγοδρανέων
ὀλίγος
ὀλισθάνω
ὄλλυμι
ὅλμος
ὀλοιός
ὀλολυγή
ὀλολύζω
View word page
ὀλετήρ

-ῆρος, ὁ

[ὀλε-, ὄλλυμι.]

ShortDef

a destroyer, murderer

Debugging

Headword:
ὀλετήρ
Headword (normalized):
ὀλετήρ
Headword (normalized/stripped):
ολετηρ
IDX:
6895
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6896
Key:

Data

{'content': '<p>-ῆρος, ὁ</p> <p>[ὀλε-, ὄλλυμι.]</p>'}