Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ὀκνέω
ὄκνος
ὀκριάομαι
ὀκριόεις
ὀκρυόεις
ὀκτάκνηιος
ὀκτώ ὄλλυμι
ὀκτώ
ὀκτωκαιδέκατος
ὀλβιοδαίμων
ὄλβιος
ὄλβος
ὀλέθριος
ὄλεθρος
ὀλεῖται
ὀλέκω
ὄλεσ(σ)ε
ὀλέσω
ὀλετήρ
ὀλιγηπελέων
ὀλιγηπελία
View word page
ὄλβιος

[ὄλβος.]

ShortDef

happy, blest

Debugging

Headword:
ὄλβιος
Headword (normalized):
ὄλβιος
Headword (normalized/stripped):
ολβιος
IDX:
6887
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6888
Key:

Data

{'content': '<p>[ὄλβος.]</p>'}