ὀκρυόεις
-εντος.
Fem. -εσσα
[no doubt for κρυόεις, the form suggested by ὀκριόεις.]
Causing shuddering. Fig. : δᾶερ ἐμεῖο κυνὸς κακομηχάνου ὀκρυοέσσης (κακομηχάνοο κρυοέσσης) Il. 7.344, πολέμου ἐπιδημίου ὀκρυόεντος (ἐπιδημίοο κρυόεντος) Il. 9.64.