Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

οἶτος
οἰχνέω
οἴχομαι
οἰωνιστής
οἰωνοπόλος
οἰωνός
ὀκνέω
ὄκνος
ὀκριάομαι
ὀκριόεις
ὀκρυόεις
ὀκτάκνηιος
ὀκτώ ὄλλυμι
ὀκτώ
ὀκτωκαιδέκατος
ὀλβιοδαίμων
ὄλβιος
ὄλβος
ὀλέθριος
ὄλεθρος
ὀλεῖται
View word page
ὀκρυόεις

-εντος.

Fem. -εσσα

[no doubt for κρυόεις, the form suggested by ὀκριόεις.]

Causing shuddering. Fig. : δᾶερ ἐμεῖο κυνὸς κακομηχάνου ὀκρυοέσσης (κακομηχάνοο κρυοέσσης) Il. 7.344, πολέμου ἐπιδημίου ὀκρυόεντος (ἐπιδημίοο κρυόεντος) Il. 9.64.

ShortDef

chilling, horrible

Debugging

Headword:
ὀκρυόεις
Headword (normalized):
ὀκρυόεις
Headword (normalized/stripped):
οκρυοεις
IDX:
6881
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6882
Key:

Data

{'content': '<p>-εντος.</p> <p>Fem. -εσσα</p> <p>[no doubt for κρυόεις, the form suggested by ὀκριόεις.]</p> <p>Causing shuddering. Fig. : δᾶερ ἐμεῖο κυνὸς κακομηχάνου ὀκρυοέσσης (κακομηχάνοο κρυοέσσης) Il. 7.344, πολέμου ἐπιδημίου ὀκρυόεντος (ἐπιδημίοο κρυόεντος) Il. 9.64.</p>'}