Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

οἰσύινος
οἴσω
οἶτος
οἰχνέω
οἴχομαι
οἰωνιστής
οἰωνοπόλος
οἰωνός
ὀκνέω
ὄκνος
ὀκριάομαι
ὀκριόεις
ὀκρυόεις
ὀκτάκνηιος
ὀκτώ ὄλλυμι
ὀκτώ
ὀκτωκαιδέκατος
ὀλβιοδαίμων
ὄλβιος
ὄλβος
ὀλέθριος
View word page
ὀκριάομαι

[ὀκριόεις.]

3 pl. impf. ὀκριόωντο.

App. to deal in sharps ; hence, to squabble, quarrel : πανθυμαδὸν ὀκριόωντο Od. 18.33.

ShortDef

to be made rough

Debugging

Headword:
ὀκριάομαι
Headword (normalized):
ὀκριάομαι
Headword (normalized/stripped):
οκριαομαι
IDX:
6879
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6880
Key:

Data

{'content': '<p>[ὀκριόεις.]</p> <p>3 pl. impf. ὀκριόωντο.</p> <p>App. to deal in sharps ; hence, to squabble, quarrel : πανθυμαδὸν ὀκριόωντο Od. 18.33.</p>'}