Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

οἶστρος
οἰσύινος
οἴσω
οἶτος
οἰχνέω
οἴχομαι
οἰωνιστής
οἰωνοπόλος
οἰωνός
ὀκνέω
ὄκνος
ὀκριάομαι
ὀκριόεις
ὀκρυόεις
ὀκτάκνηιος
ὀκτώ ὄλλυμι
ὀκτώ
ὀκτωκαιδέκατος
ὀλβιοδαίμων
ὄλβιος
ὄλβος
View word page
ὄκνος

-ου, ὁ.

ShortDef

shrinking, hesitation, unreadiness, sluggishness

Debugging

Headword:
ὄκνος
Headword (normalized):
ὄκνος
Headword (normalized/stripped):
οκνος
IDX:
6878
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6879
Key:

Data

{'content': '<p>-ου, ὁ.</p>'}