Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ὀιστός
οἶστρος
οἰσύινος
οἴσω
οἶτος
οἰχνέω
οἴχομαι
οἰωνιστής
οἰωνοπόλος
οἰωνός
ὀκνέω
ὄκνος
ὀκριάομαι
ὀκριόεις
ὀκρυόεις
ὀκτάκνηιος
ὀκτώ ὄλλυμι
ὀκτώ
ὀκτωκαιδέκατος
ὀλβιοδαίμων
ὄλβιος
View word page
ὀκνέω
Also ὀκνείω (ὀκνεσίω)
[ὄκνος.]
ShortDef
to shrink
Debugging
Headword:
ὀκνέω
Headword (normalized):
ὀκνέω
Headword (normalized/stripped):
οκνεω
IDX:
6877
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6878
Key:
Data
{'content': '<p>Also ὀκνείω (ὀκνεσίω)</p> <p>[ὄκνος.]</p>'}