Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ὀϊστεύω
ὀιστός
οἶστρος
οἰσύινος
οἴσω
οἶτος
οἰχνέω
οἴχομαι
οἰωνιστής
οἰωνοπόλος
οἰωνός
ὀκνέω
ὄκνος
ὀκριάομαι
ὀκριόεις
ὀκρυόεις
ὀκτάκνηιος
ὀκτώ ὄλλυμι
ὀκτώ
ὀκτωκαιδέκατος
ὀλβιοδαίμων
View word page
οἰωνός

-οῦ, ὁ.

ShortDef

a large bird, bird of prey; omen

Debugging

Headword:
οἰωνός
Headword (normalized):
οἰωνός
Headword (normalized/stripped):
οιωνος
IDX:
6876
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6877
Key:

Data

{'content': '<p>-οῦ, ὁ.</p>'}