Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ὀϊσεθείς
ὀϊστεύω
ὀιστός
οἶστρος
οἰσύινος
οἴσω
οἶτος
οἰχνέω
οἴχομαι
οἰωνιστής
οἰωνοπόλος
οἰωνός
ὀκνέω
ὄκνος
ὀκριάομαι
ὀκριόεις
ὀκρυόεις
ὀκτάκνηιος
ὀκτώ ὄλλυμι
ὀκτώ
ὀκτωκαιδέκατος
View word page
οἰωνοπόλος

-ου, ὁ

[οἰωνός + -πολος, conn. with πολεύω.]

=οἰωνιστής. Il. 1.69, Il. 7.76.

ShortDef

one busied with the flight and cries of birds, an augur

Debugging

Headword:
οἰωνοπόλος
Headword (normalized):
οἰωνοπόλος
Headword (normalized/stripped):
οιωνοπολος
IDX:
6875
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6876
Key:

Data

{'content': '<p>-ου, ὁ</p> <p>[οἰωνός + -πολος, conn. with πολεύω.]</p> <p>=οἰωνιστής. Il. 1.69, Il. 7.76.</p>'}