Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
οἰσέμεν-1
οἰσέμεν-2
οἰσέμεναι
οἴσετε
οἶσέτω
οἶσθα
ὀϊσεθείς
ὀϊστεύω
ὀιστός
οἶστρος
οἰσύινος
οἴσω
οἶτος
οἰχνέω
οἴχομαι
οἰωνιστής
οἰωνοπόλος
οἰωνός
ὀκνέω
ὄκνος
ὀκριάομαι
View word page
οἰσύινος
-η, -ον
[οἰσύα, osier.]
Of osier, wattled : ῥίπεσσιν οἰσυΐνῃσιν Od. 5.256.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
οἰσύινος
Headword (normalized):
οἰσύινος
Headword (normalized/stripped):
οισυινος
IDX:
6869
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6870
Key:
Data
{'content': '<p>-η, -ον</p> <p>[οἰσύα, osier.]</p> <p>Of osier, wattled : ῥίπεσσιν οἰσυΐνῃσιν Od. 5.256.</p>'}