Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ὄϊς
ὀΐσατο
οἶσε
οἰσέμεν-1
οἰσέμεν-2
οἰσέμεναι
οἴσετε
οἶσέτω
οἶσθα
ὀϊσεθείς
ὀϊστεύω
ὀιστός
οἶστρος
οἰσύινος
οἴσω
οἶτος
οἰχνέω
οἴχομαι
οἰωνιστής
οἰωνοπόλος
οἰωνός
View word page
ὀϊστεύω

[ὀϊστός.]

(δι-.)

ShortDef

shoot arrows

Debugging

Headword:
ὀϊστεύω
Headword (normalized):
ὀϊστεύω
Headword (normalized/stripped):
οιστευω
IDX:
6866
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6867
Key:

Data

{'content': '<p>[ὀϊστός.]</p> <p>(δι-.)</p>'}