Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

οἰμώζω
οἰνίζομαι
οἰνοβαρείων
οἰνοβαρής
οἰνόπεδος
οἰνοπληθής
οἰνοποτάζω
οἰνοποτήρ
οἶνος
οἰνοχοεύω
οἰνοχοέω
οἰνοχόος
οἶνοψ
οἰνόω
οἴξασα
οἰόθεν
οἴομαι
οἰόπολος
οἷος
οἶος
οἰοχίτων
View word page
οἰνοχοέω

[οἶνος + χοή.]

Nom. pl. masc. pres. pple. οἰνοχοεῦντες Od. 3.472.

3 sing. impf. ἐοινοχόει, ἐῳνοχόει (ἐϝοινοχόεἰ Il. 4.3 : Od. 20.255. οἰνοχόει Il. 1.598 : Od. 15.141.

ShortDef

to pour out wine; be a cup bearer

Debugging

Headword:
οἰνοχοέω
Headword (normalized):
οἰνοχοέω
Headword (normalized/stripped):
οινοχοεω
IDX:
6844
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6845
Key:

Data

{'content': '<p>[οἶνος + χοή.]</p> <p>Nom. pl. masc. pres. pple. οἰνοχοεῦντες Od. 3.472.</p> <p>3 sing. impf. ἐοινοχόει, ἐῳνοχόει (ἐϝοινοχόεἰ Il. 4.3 : Od. 20.255. οἰνοχόει Il. 1.598 : Od. 15.141.</p>'}