Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

οἰμωγή
οἰμώζω
οἰνίζομαι
οἰνοβαρείων
οἰνοβαρής
οἰνόπεδος
οἰνοπληθής
οἰνοποτάζω
οἰνοποτήρ
οἶνος
οἰνοχοεύω
οἰνοχοέω
οἰνοχόος
οἶνοψ
οἰνόω
οἴξασα
οἰόθεν
οἴομαι
οἰόπολος
οἷος
οἶος
View word page
οἰνοχοεύω

[as οἰνοχοέω.]

= οἰνοχοέω 1 Il. 2.127, Od. 3.234 : Od. 1.143, Od. 21.142.

ShortDef

to pour out wine; be a cup bearer

Debugging

Headword:
οἰνοχοεύω
Headword (normalized):
οἰνοχοεύω
Headword (normalized/stripped):
οινοχοευω
IDX:
6843
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6844
Key:

Data

{'content': '<p>[as οἰνοχοέω.]</p> <p>= οἰνοχοέω 1 Il. 2.127, Od. 3.234 : Od. 1.143, Od. 21.142.</p>'}