Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

οἴμη
οἶμος
οἰμωγή
οἰμώζω
οἰνίζομαι
οἰνοβαρείων
οἰνοβαρής
οἰνόπεδος
οἰνοπληθής
οἰνοποτάζω
οἰνοποτήρ
οἶνος
οἰνοχοεύω
οἰνοχοέω
οἰνοχόος
οἶνοψ
οἰνόω
οἴξασα
οἰόθεν
οἴομαι
οἰόπολος
View word page
οἰνοποτήρ

-ῆρος, ὁ

[as οἰνοποτάζω.]

A drinker of wine : ἄνδρας μέτα οἰνοποτῆρας ἤϊεν (to join the company at their wine) Od. 8.456.

ShortDef

a wine-drinker

Debugging

Headword:
οἰνοποτήρ
Headword (normalized):
οἰνοποτήρ
Headword (normalized/stripped):
οινοποτηρ
IDX:
6841
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6842
Key:

Data

{'content': '<p>-ῆρος, ὁ</p> <p>[as οἰνοποτάζω.]</p> <p>A drinker of wine : ἄνδρας μέτα οἰνοποτῆρας ἤϊεν (to join the company at their wine) Od. 8.456.</p>'}