Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

οἶκος
οἰκτίρω
οἴκτιστος
οἶκτος
οἰκτρός
οἰκωφελίη
οἶμα
οἰμάω
οἴμη
οἶμος
οἰμωγή
οἰμώζω
οἰνίζομαι
οἰνοβαρείων
οἰνοβαρής
οἰνόπεδος
οἰνοπληθής
οἰνοποτάζω
οἰνοποτήρ
οἶνος
οἰνοχοεύω
View word page
οἰμωγή

-ῆς, ἡ

[οἰμώζω.]

ShortDef

loud wailing, lamentation

Debugging

Headword:
οἰμωγή
Headword (normalized):
οἰμωγή
Headword (normalized/stripped):
οιμωγη
IDX:
6833
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6834
Key:

Data

{'content': '<p>-ῆς, ἡ</p> <p>[οἰμώζω.]</p>'}