Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

οἴηκες
οἴκαδε
οἰκεύς οἰνοχοέω
οἰκεύς
οἰκέω
οἰκίον
οἴκοθεν
οἴκοθι
οἴκοι
οἶκόνδε
οἶκος
οἰκτίρω
οἴκτιστος
οἶκτος
οἰκτρός
οἰκωφελίη
οἶμα
οἰμάω
οἴμη
οἶμος
οἰμωγή
View word page
οἶκος

-ου, ὁ (ϝοῖκος. Cf. L. vicus).

ShortDef

a house, abode, dwelling

Debugging

Headword:
οἶκος
Headword (normalized):
οἶκος
Headword (normalized/stripped):
οικος
IDX:
6823
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6824
Key:

Data

{'content': '<p>-ου, ὁ (ϝοῖκος. Cf. L. vicus).</p>'}