Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀμφιπονέομαι
ἀμφιποτάομαι
ἀμφίρυτος
ἀμφίς
ἀμφίστημι
ἀμφιστρατόομαι
ἀμφιστρεφής
ἀμφιτίθημι
ἀμφιτρομέω
ἀμφίφαλος
ἀμφιφορεύς
ἀμφιχαίνω
ἀμφιχέω
ἀμφίχυτος
ἀμφότερος
ἀμφοτέρωθεν
ἀμφοτέρωσε
ἀμφουδίς
ἀμφράζομαι
ἄμφω
ἄμφωτος
View word page
ἀμφιφορεύς

-ῆος, ὁ

[ἀμφι- 2 + θορ-, θέρω.]

ShortDef

a large jar with two handles

Debugging

Headword:
ἀμφιφορεύς
Headword (normalized):
ἀμφιφορεύς
Headword (normalized/stripped):
αμφιφορευς
IDX:
677
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.678
Key:

Data

{'content': '<p>-ῆος, ὁ</p> <p>[ἀμφι- 2 + θορ-, θέρω.]</p>'}