Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ὀαριστύς
ὀβελός
ὀβριμοεργός
ὀβριμοπάτρη
ὄβριμος
ὀγδόατος
ὄγδοος
ὀγδώκοντα
ὄγκιον
ὄγκος
ὄγμος
ὄγχνη
ὁδαῖα
ὀδάξ
ὅδε
ὁδεύω
ὁδίτης
ὀσμή
ὁδοιπόριον
ὁδοιπόρος
ὁδός
View word page
ὄγμος

-ου, ὁ

[ἄγω.]

ShortDef

any straight line, a furrow

Debugging

Headword:
ὄγμος
Headword (normalized):
ὄγμος
Headword (normalized/stripped):
ογμος
IDX:
6777
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6778
Key:

Data

{'content': '<p>-ου, ὁ</p> <p>[ἄγω.]</p>'}