Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ὀαριστής
ὀαριστύς
ὀβελός
ὀβριμοεργός
ὀβριμοπάτρη
ὄβριμος
ὀγδόατος
ὄγδοος
ὀγδώκοντα
ὄγκιον
ὄγκος
ὄγμος
ὄγχνη
ὁδαῖα
ὀδάξ
ὅδε
ὁδεύω
ὁδίτης
ὀσμή
ὁδοιπόριον
ὁδοιπόρος
View word page
ὄγκος

-ου, ὁ.

ShortDef

the barb
bulk, size, mass
pompous

Debugging

Headword:
ὄγκος
Headword (normalized):
ὄγκος
Headword (normalized/stripped):
ογκος
IDX:
6776
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6777
Key:

Data

{'content': '<p>-ου, ὁ.</p>'}