Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ὀαρίζω
ὀαριστής
ὀαριστύς
ὀβελός
ὀβριμοεργός
ὀβριμοπάτρη
ὄβριμος
ὀγδόατος
ὄγδοος
ὀγδώκοντα
ὄγκιον
ὄγκος
ὄγμος
ὄγχνη
ὁδαῖα
ὀδάξ
ὅδε
ὁδεύω
ὁδίτης
ὀσμή
ὁδοιπόριον
View word page
ὄγκιον

τό (poss. fr. ἐνεκ-. See φέρω.]

ShortDef

a case for arrows and other implements

Debugging

Headword:
ὄγκιον
Headword (normalized):
ὄγκιον
Headword (normalized/stripped):
ογκιον
IDX:
6775
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6776
Key:

Data

{'content': '<p>τό (poss. fr. ἐνεκ-. See φέρω.]</p>'}