Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ὁ
ὄαρ
ὀαρίζω
ὀαριστής
ὀαριστύς
ὀβελός
ὀβριμοεργός
ὀβριμοπάτρη
ὄβριμος
ὀγδόατος
ὄγδοος
ὀγδώκοντα
ὄγκιον
ὄγκος
ὄγμος
ὄγχνη
ὁδαῖα
ὀδάξ
ὅδε
ὁδεύω
ὁδίτης
View word page
ὄγδοος
[ὀκτώ.]
ShortDef
eighth
Debugging
Headword:
ὄγδοος
Headword (normalized):
ὄγδοος
Headword (normalized/stripped):
ογδοος
IDX:
6773
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6774
Key:
Data
{'content': '<p>[ὀκτώ.]</p>'}