Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ξυστόν
ξύω
ὁ
ὄαρ
ὀαρίζω
ὀαριστής
ὀαριστύς
ὀβελός
ὀβριμοεργός
ὀβριμοπάτρη
ὄβριμος
ὀγδόατος
ὄγδοος
ὀγδώκοντα
ὄγκιον
ὄγκος
ὄγμος
ὄγχνη
ὁδαῖα
ὀδάξ
ὅδε
View word page
ὄβριμος
[app. βρι- as in βρίθω, βριαρός.]
ShortDef
strong, mighty
Debugging
Headword:
ὄβριμος
Headword (normalized):
ὄβριμος
Headword (normalized/stripped):
οβριμος
IDX:
6771
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6772
Key:
Data
{'content': '<p>[app. βρι- as in βρίθω, βριαρός.]</p>'}