Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ξυρόν
ξυστόν
ξύω
ὁ
ὄαρ
ὀαρίζω
ὀαριστής
ὀαριστύς
ὀβελός
ὀβριμοεργός
ὀβριμοπάτρη
ὄβριμος
ὀγδόατος
ὄγδοος
ὀγδώκοντα
ὄγκιον
ὄγκος
ὄγμος
ὄγχνη
ὁδαῖα
ὀδάξ
View word page
ὀβριμοπάτρη
[ὄβριμος + πατρ-, πατήρ.]
ShortDef
daughter of a mighty sire
Debugging
Headword:
ὀβριμοπάτρη
Headword (normalized):
ὀβριμοπάτρη
Headword (normalized/stripped):
οβριμοπατρη
IDX:
6770
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6771
Key:
Data
{'content': '<p>[ὄβριμος + πατρ-, πατήρ.]</p>'}