Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ξυνοχή
ξυρόν
ξυστόν
ξύω
ὁ
ὄαρ
ὀαρίζω
ὀαριστής
ὀαριστύς
ὀβελός
ὀβριμοεργός
ὀβριμοπάτρη
ὄβριμος
ὀγδόατος
ὄγδοος
ὀγδώκοντα
ὄγκιον
ὄγκος
ὄγμος
ὄγχνη
ὁδαῖα
View word page
ὀβριμοεργός
[ὄβριμος + ἔργω2.]
That does deeds of violence, violent : ἀνέρα Il. 22.418. Cf. Il. 5.403.
ShortDef
doing deeds of violence
Debugging
Headword:
ὀβριμοεργός
Headword (normalized):
ὀβριμοεργός
Headword (normalized/stripped):
οβριμοεργος
IDX:
6769
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6770
Key:
Data
{'content': '<p>[ὄβριμος + ἔργω2.]</p> <p>That does deeds of violence, violent : ἀνέρα Il. 22.418. Cf. Il. 5.403.</p>'}