Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ξυνός
ξυνοχή
ξυρόν
ξυστόν
ξύω
ὁ
ὄαρ
ὀαρίζω
ὀαριστής
ὀαριστύς
ὀβελός
ὀβριμοεργός
ὀβριμοπάτρη
ὄβριμος
ὀγδόατος
ὄγδοος
ὀγδώκοντα
ὄγκιον
ὄγκος
ὄγμος
ὄγχνη
View word page
ὀβελός
-οῦ, ὁ.
ShortDef
a spit
Debugging
Headword:
ὀβελός
Headword (normalized):
ὀβελός
Headword (normalized/stripped):
οβελος
IDX:
6768
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6769
Key:
Data
{'content': '<p>-οῦ, ὁ.</p>'}