Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ξυνιών
ξυνός
ξυνοχή
ξυρόν
ξυστόν
ξύω
ὁ
ὄαρ
ὀαρίζω
ὀαριστής
ὀαριστύς
ὀβελός
ὀβριμοεργός
ὀβριμοπάτρη
ὄβριμος
ὀγδόατος
ὄγδοος
ὀγδώκοντα
ὄγκιον
ὄγκος
ὄγμος
View word page
ὀαριστύς
ἡ
[ὀαρίζω.]
ShortDef
familiar converse, fond discourse
Debugging
Headword:
ὀαριστύς
Headword (normalized):
ὀαριστύς
Headword (normalized/stripped):
οαριστυς
IDX:
6767
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6768
Key:
Data
{'content': '<p>ἡ</p> <p>[ὀαρίζω.]</p>'}