Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ξύνισαν
ξυνιών
ξυνός
ξυνοχή
ξυρόν
ξυστόν
ξύω
ὁ
ὄαρ
ὀαρίζω
ὀαριστής
ὀαριστύς
ὀβελός
ὀβριμοεργός
ὀβριμοπάτρη
ὄβριμος
ὀγδόατος
ὄγδοος
ὀγδώκοντα
ὄγκιον
ὄγκος
View word page
ὀαριστής
ὁ
[ὀαρίζω.]
ShortDef
a familiar friend
Debugging
Headword:
ὀαριστής
Headword (normalized):
ὀαριστής
Headword (normalized/stripped):
οαριστης
IDX:
6766
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6767
Key:
Data
{'content': '<p>ὁ</p> <p>[ὀαρίζω.]</p>'}