Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ξυνίει
ξύνιεν
ξύνισαν
ξυνιών
ξυνός
ξυνοχή
ξυρόν
ξυστόν
ξύω
ὁ
ὄαρ
ὀαρίζω
ὀαριστής
ὀαριστύς
ὀβελός
ὀβριμοεργός
ὀβριμοπάτρη
ὄβριμος
ὀγδόατος
ὄγδοος
ὀγδώκοντα
View word page
ὄαρ
-αρος, ἡ.
Contr. dat. pl. ὤρεσσι Il. 5.486.
A wife Il. 5.486, Il. 9.327.
ShortDef
a wife
Debugging
Headword:
ὄαρ
Headword (normalized):
ὄαρ
Headword (normalized/stripped):
οαρ
IDX:
6764
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6765
Key:
Data
{'content': '<p>-αρος, ἡ.</p> <p>Contr. dat. pl. ὤρεσσι Il. 5.486.</p> <p>A wife Il. 5.486, Il. 9.327.</p>'}