Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ξύνετο
ξυνήιος
ξυνίει
ξύνιεν
ξύνισαν
ξυνιών
ξυνός
ξυνοχή
ξυρόν
ξυστόν
ξύω
ὁ
ὄαρ
ὀαρίζω
ὀαριστής
ὀαριστύς
ὀβελός
ὀβριμοεργός
ὀβριμοπάτρη
ὄβριμος
ὀγδόατος
View word page
ξύω
(ἀπο-)
ShortDef
to scrape, plane, smooth
Debugging
Headword:
ξύω
Headword (normalized):
ξύω
Headword (normalized/stripped):
ξυω
IDX:
6762
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6763
Key:
Data
{'content': '<p>(ἀπο-)</p>'}