Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ξυνέσεσθαι
ξύνεσις
ξύνετο
ξυνήιος
ξυνίει
ξύνιεν
ξύνισαν
ξυνιών
ξυνός
ξυνοχή
ξυρόν
ξυστόν
ξύω
ὁ
ὄαρ
ὀαρίζω
ὀαριστής
ὀαριστύς
ὀβελός
ὀβριμοεργός
ὀβριμοπάτρη
View word page
ξυρόν
-οῦ, τό.
ShortDef
a razor
[lexical cite]
Debugging
Headword:
ξυρόν
Headword (normalized):
ξυρόν
Headword (normalized/stripped):
ξυρον
IDX:
6760
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.6761
Key:
Data
{'content': '<p>-οῦ, τό.</p>'}